υπηλιφής

υπηλιφής
-ές, Α
(για πλοίο) αυτός που έχει αλειφθεί από κάτω, πισσωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + -ηλιφής (< θ. αλιφ- τής μηδενισμένης βαθμίδας τού ρ. ἀλείφω), πρβλ. δι-ηλιφής. Το -η- τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὑπηλιφής — pitched masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”